στοματίτιδα

στοματίτιδα
η
φλεγμονή του στόματος: Το μωρό υποφέρει από στοματίτιδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στοματίτιδα — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος 2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνου β) «πολτώδης στοματίτιδα»… …   Dictionary of Greek

  • στοματίτιδα, μυκητώδης — (Ιατρ.) Φλεγμονή του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας, που οφείλεται συνήθως στο μύκητα κάντιντα. Η μ.σ. συναντιέται συχνά στα νεογνά, όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες, όπως πτώση της αντίστασης του οργανισμού μετά από μια γενικότερη λοίμωξη …   Dictionary of Greek

  • μυκητώδης — ες 1. αυτός που οφείλεται σε μύκητες («μυκητώδης στοματίτιδα» στοματίτιδα που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη στον βλεννογόνο τού στόματος και τού φάρυγγα λευκωπών πλακών οι οποίες σχηματίζονται από τον μύκητα endomyces candida ή saccharomyces… …   Dictionary of Greek

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ενδομυκητίαση — ή ενδομύκωοη, η μυκητώδης στοματίτιδα, νόσος που προκαλείται στον άνθρωπο από τον ασκομύκητα Endomyces albicans …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • ερπητικός — ή, ό [έρπης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρπητα («ερπητική μορφή τού έλκους») 2. αυτός που πάσχει από έρπητα 3. φρ. «ερπητική στοματίτιδα» ή «ερπητική φαρυγγίτιδα» πάθηση τού άκρου τής γλώσσας ή τού φάρυγγα, κατά την οποία αναπτύσσονται …   Dictionary of Greek

  • κηριώδης — ες (Α κηριώδης, ῶδες) [κηρίον] νεοελλ. φρ. «κηριώδης στοματίτιδα» ιατρ. χρόνια φλεγμονή τού στόματος, ιδίως σε παιδιά που πάσχουν από χοιράδωση, δηλ. από εξόγκωση τών λεμφαδένων τού λαιμού αρχ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, τής κηρήθρας… …   Dictionary of Greek

  • μολυβδίαση — (Ιατρ.). Χρόνια δηλητηρίαση από μόλυβδο, επαγγελματικής γενικά φύσης. Συνήθως προσβάλλονται από μ. φαναρτζήδες, ζωγράφοι, τυπογράφοι. Το πρώτο σύμπτωμα της δηλητηρίασης είναι η εμφάνιση βασεοφίλου στίξης στα ερυθροκύτταρα· στη συνέχεια, και σε… …   Dictionary of Greek

  • πελλάγρα — Νόσος ενδημικού χαρακτήρα, που στο παρελθόν ήταν πολύ διαδεδομένη στον αγροτικό πληθυσμό, ιδίως σε περιοχές όπου οι κάτοικοι τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με τροφές ανεπαρκείς σε βιταμίνη ΡΡ. Υπεύθυνοι για τη νόσο είναι και παράγοντες που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”